- ἐξειργάσαντο
- ἐξεργάζομαιwork outaor ind mp 3rd pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κεραυνοσκοπία — κεραυνοσκοπία, ἡ (Α) μαντεία που γινόταν με παρατήρηση των κεραυνών («τὰ περὶ τὴν κεραυνοσκοπίαν μάλιστα πάντων ἀνθρώπων ἐξειργάσαντο», Διόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κεραυνός + σκοπιά (< σκόπος < σκοπός < σκέπτομαι), πρβλ. ηπατο σκοπία, οιωνο… … Dictionary of Greek